- νικηφορία
- νικηφορία, δωρ. τ. νικαφορία, ἡ (Α) [νικηφόρος]το να νικά κάποιος, η νίκη («χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος», Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Νικηφόρια — Νικηφόρια, δωρ. τ. Νικαφόρια, τὰ (Α) [νικηφόρος] 1. εορτή με αγώνες που θεσπίστηκε προς τιμήν τής Νικηφόρου Αθηνάς από τον Ευμένη Β στην Πέργαμο 2. αγώνες που γίνονταν στην Αίγινα … Dictionary of Greek
νικηφορία — νῑκηφορίᾱ , νικηφορία victory fem nom/voc/acc dual νῑκηφορίᾱ , νικηφορία victory fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικηφορίων — Νικηφόρια victory neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικαφορία — νῑκᾱφορίᾱ , νικηφορία victory fem nom/voc/acc dual (doric) νῑκᾱφορίᾱ , νικηφορία victory fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικαφορίας — νῑκᾱφορίᾱς , νικηφορία victory fem acc pl (doric) νῑκᾱφορίᾱς , νικηφορία victory fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικηφορίας — νῑκηφορίᾱς , νικηφορία victory fem acc pl νῑκηφορίᾱς , νικηφορία victory fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικαφόρια — Νικαφόρια, τά (Α) βλ. Νικηφόρια … Dictionary of Greek
νικαφορία — νικαφορία, ή (Α) βλ. νικηφορία … Dictionary of Greek
νικαφορίαις — νῑκᾱφορίαις , νικηφορία victory fem dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικαφορίαισι — νῑκᾱφορίαισι , νικηφορία victory fem dat pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)